- σαρκοείδωση
- η, Νιατρ. νόσος άγνωστης αιτιολογίας, που εκδηλώνεται με χαρακτηριστική ιστολογική αλλοίωση, με τον σχηματισμό οζιδίων από επιθηλιοειδή κύτταρα σε διάφορα όργανα και ιστούς τού σώματος: στο δέρμα, στα λεμφογάγγλια, στους πνεύμονες, στα οστά, στα μάτια, στο ήπαρ και στην σπλήνα, αλλ. νόσος τών Μπενιέ-Μπεκ-Σάουμαν.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sarcoidosis < sarcoid (< σαρκοειδής)].
Dictionary of Greek. 2013.